- Τραχῖνος
- Τρᾱχῖνος , Τραχίςthe people of T.fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τραχίνος — (trachinus). Γένος ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας των τραχινιδών, γνωστό και με την ονομασία δράκαινα. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ψάρια με μακρουλό σώμα, που καλύπτεται από μικρά λέπια. Η έδρα τους βρίσκεται μπροστά από τα στηθιαία… … Dictionary of Greek
δράκαινα — Κοινή ονομασία των ψαριών του γένους τραχίνος (βλ. λ.). * * * η (AM δράκαινα) 1. θηλ. τού δράκος, η γυναίκα τού δράκου, η λάμια μσν. νεοελλ. ζωολ. είδος ψαριού, ιχθύς ο τραχίνος, το δρακόνι νεοελλ. 1. μτφ. πολύ σκληρή γυναίκα 2. ζωολ. είδος… … Dictionary of Greek
δρακόνι — και δρακόντι, το ζωολ. ονομασία τού ψαριού «ιχθύς ο τραχίνος», δράκαινα* … Dictionary of Greek
τραχίνιος — και ιων. τ. τρηχίνιος, ία, ον, και τ. θηλ. ος και τραχινίς, ίδος, Α [Τραχίς, ῑνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη τής Θεσσαλίας Τραχίς* ή αυτός που προέρχεται από αυτήν («Τραχινίαν... δεράδα», Σοφ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ… … Dictionary of Greek